- υπερφιλώ
- -έω, ΜΑυπεραγαπώ, αγαπώ πάρα πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + φιλῶ «αγαπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερφιλῶ — ὑπερφιλέω love beyond measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφιλέω love beyond measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφιλέω love beyond measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφιλέω love beyond measure pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek